βλαστολογώ

βλαστολογώ
(-άω) (AM βλαστολογῶ, -έω)
κόβω βλαστούς από δέντρο ή άλλο φυτό
μσν.- νεοελλ.
ξεχορταριάζω, βοτανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βλαστολογώ — βλαστολογώ, βλαστολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. βλαστολογάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βλαστολογώ — ησα, βλαστολογημένος, κόβω βλαστούς, κορφολογώ: Οι τριανταφυλλιές βλαστολογούνται το Φλεβάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αβλαστολόγητος — η, ο [βλαστολογώ] αυτός που δεν βλαστολογήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ασπρολογώ — ( άω) 1. είμαι κάτασπρος, ξεχωρίζω για τη λευκότητα μου («το χωριό ασπρολογούσε») 2. (για τον ουρανό) παίρνω το πρώτο αμυδρό φως της αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + λογώ < λέγω (πρβλ. βλαστολογώ, δροσολογώ, κρυολογώ, ψοφολογώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βλαστολογία — βλαστολογία, η (AM) [βλαστολογώ] η αποκοπή βλαστών από δέντρο ή άλλο φυτό …   Dictionary of Greek

  • βλαστολόγημα — το αποκοπή βλαστών φυτών ή δένδρων για ν αναπτυχθούν καλύτερα όσοι απομένουν, κορφολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστολογώ. Η λ. στον πληθ., βλαστολογήματα, τα, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν τής Γαλλικής Γλώσσης τού Γρηγορ. Ζαλίκογλου] …   Dictionary of Greek

  • γαμπρολογώ — Ι. 1. παντρεύω 2. αρραβωνιάζω II. γαμπρολογούμαι ή γιέμαι 1. γαμπρίζω* 2. θέλω να παντρευτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαμπρός + λογώ (πρβλ. βλαστολογώ, βοτανολογώ, γαριδολογώ, καβουρολογώ)] …   Dictionary of Greek

  • βλαστολογάω — / βλαστολογώ (παρατατ. συνήθως ούσα), βλαστολόγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κορφολογώ — και κορφολογάω κόβω και συλλέγω τις κορυφές των φυτών, βλαστολογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”